Με τίναξε η φωνή σου εντός μου. Χτυπούσε
παραθυρόφυλλα σα να σηκώθηκε ξάφνου αέρας
θραύοντας γυαλικά και γλάστρες, τρύπωσε
στον ύπνο μες στο θάμπος του ονείρου κι όλο φύτευε
γυμνά καλώδια ηλεκτροφόρα, σα να ‘τανε βλαστοί
και ρίζες λουλουδιών και σπόροι, αναδεύοντας
φορέματα κι οσμές νεκρές απ’ το σεντούκι
Με τίναξε η φωνή σου και πετάχτηκα. Απ’ τη βεράντα
ερχότανε ξυστά το φως της νύχτας και σε είδα
γυάλινα μάτια υγρά, χυμένα
απ’ την ομίχλη κι όμως καθάρια, τόσο καθάρια
ανάμνηση που χρόνια φύλαξα
από αδιάφορα χέρια
Τότε τα είδα λουσμένα με άλλο φως
ματόκλαδα ανοιχτά βαλσαμωμένα
σαν τα νεκρά πουλιά, τα είδα
μες σε γλυκό βυθό, σε αράγιστο καθρέφτη αποθεμένα
να με κοιτούν αμίλητα σα μάτια
σφαγμένου ζώου που ακόμα θυμάται.
Και κατάπια
τα θρύμματα απ’ τα τζάμια κι έσφιξα
πάνω μου σύρματα γυμνά, ηλεκτροφόρα
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Μια πράξη απόγνωσης
* photo by Llva Rimicane