Ένα πολύ προσωπικό βιβλίο για τη συγγραφέα, χωρίς αμφιβολία -ένα ημερολόγιο εικονογραφημένο. Όψεις μιας μητρόπολης πριν από δέκα (και βάλε;) χρόνια, και σκέψεις κάποτε με μεγάλη διαύγεια, κάποτε κρυπτικές. Όμορφες φράσεις, αβέβαιες ιστορίες, κλεμμένες στιγμές  σε μια τεράστια άγνωστη πόλη. Νοσταλγία για μια παρατεταμένη εφηβεία που έχει περάσει, σκόνη και σκουριά και ανεκπλήρωτα όνειρα. Γκρίζο, μυρωδιά από καμένο λάστιχο και πικρή γεύση στο στόμα.

Αναρωτιέμαι γιατί μας αρέσει διαβάζουμε προσωπικά και αυτοβιογραφικά κείμενα; Αναγνωστική διαστροφή, αγάπη για τον/τη συγγραφέα, ταξίδι ταύτισης σε μια άλλη ζωή, απλή απόλαυση του ωραίου κειμένου; Κάπως έτσι θα ήταν ένα blog αν μεταφερόταν σε βιβλίο…

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

Άλλοι ακολουθουσαν τον Ιησού, άλλοι τον Σέλλεϋ: απεχθανόμουν τους μάρτυρες – ο Σέλλεϋ πνίγηκε μέσα στη θύελλα. Πνίγηκε και η θάλασσα τον ξέβρασε μέρες αργότερα- κι εγώ το έμαθα ογδόντα χρόνια αργότερα. Κι εσένα σε γνώρισα όταν ακόμη ζούσαμε, ξενυχτούσαμε, καιγόμασταν σαν τους ρομαντικούς ποιητές, ποιητές μιας εποχής παρακμής και απώλειας. Έπειτα τα τραγούδια έγιναν πραγματικότητα: στα μάτια σου έχτισες ταφόπετρες”

“Γράφω τα γεγονότα για να μη γλιστρήσουν” – όλοι μας αυτό δεν κάνουμε τελικά;

“Όχι δεν πρόκειται ποτέ να σε συγχωρήσω: ταξιδεύω στον ενδιάμεσο χρόνο, ταξιδεύω μ’ ένα σεληνόπλοιο, γλιστράω αργά εκεί που εσύ χαρακώνεις μια καθημερινότητα ελαττωματική και κίτρινη”

“…μιλούσαμε, λέγαμε θα τα πούμε, see ya! – κι όμως δε λέγαμε τίποτα. Βυθιζόμασταν σε διφορούμενες περιπτύξεις, σε βαθιές αβεβαιότητες. Τα τατουάζ ξεκολλούσαν, τα γέλια και τα φιλιά εκτρέπονταν: οι νύχτες αιωρούνταν πάνω από βάναυσες πολιτείες. Δεν τέλειωναν ποτέ: μας φώτιζε μια ηλεκτρονική σελήνη…”