Με αφορμή το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Έλενας Χουζούρη στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης, για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ένας επιμελητής σκεφτόμουν, όχι για πρώτη φορά, πόσο αλληλένδετοι είναι οι ρόλοι μεταφραστή και επιμελητή. Ένας καλός μεταφραστής κάνει πολύ πιο εύκολη τη ζωή του επιμελητή, το ίδιο όμως και ένας καλός επιμελητής μπορεί να σώσει το κείμενο από μικρά ή μεγαλύτερα μαργαριτάρια. Η συνεργασία τους επιβάλλεται παρόλο που πολλές φορές παραλείπεται. Aκόμα, σε πολλούς εκδοτικούς ισχύει η “δικτατορία του μεταφραστή” [sic] και μ’ αυτό εννοώ ότι η επιλογή του μεταφραστή θεωρείται νόμος ενώ σε κάποιους άλλους ισχύει η δικτατορία του επιμελητή, όταν ο επιμελητής έχει δικαίωμα να επεμβαίνει στο έργο του μεταφραστή χωρίς απαραίτητα να συζητήσει μαζί του/της. Αυτό συχνά εξαρτάται και από την προσωπικότητα του μεν και του δε.
Εν πάση περιπτώσει, και οι δύο πρέπει να συνεργάζονται για να προσφέρουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και συχνά ο ένας αποδεικνύεται σωτήρας του άλλου: Τι θα πει “καθόμασταν όλοι γύρω από τη φωτιά και από τα μεγάφωνα ακουγόταν το ‘Δεν είσαι τίποτα άλλο από ένα κυνηγόσκυλο'”; Πρέπει να μεταφράζονται οι στίχοι των τραγουδιών; Τι γίνεται όταν οι στίχοι παίζουν κάποιο ρόλο στην ιστορία; Και πώς θα το καταλάβει ο επιμελητής αν δεν έχει ακούσει ποτέ Elvis Presley? Τι είναι το Job’s Book? Εγχειρίδιο επαγγελματικού προσανατολισμού; Ή το Βιβλίο του Ιώβ; Και ποια είναι αυτή η πόλη της Μικράς Ασίας η… Κιλικιά;
Εξ ορισμού ο μεταφραστής (και κατά συνέπεια και ο επιμελητής) έχει να αντιμετωπίσει εκτός από το γλωσσικό ζήτημα ένα τεράστιο αποθεματικό γεμάτο εκφράσεις, υπονοοούμενα, συνδηλώσεις και άπειρες λεπτές αποχρώσεις που μπορεί να προσδώσουν νόημα σε μια κατά τα άλλα απλή λεξικογραφική εγγραφή. Γι’ αυτό και πρέπει να εμπλουτίζουν συνεχώς το οπλοστάσιό τους με νέες εκφράσεις, να παρακολουθούν την κουλτούρα της χώρας από τη γλώσσα της οποίας μεταφράζεται το έργο, τόσο σε λογοτεχνικό όσο και σε καθημερινό επίπεδο. Πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν μια έκφραση από τα ταμπλόιντ της χώρας αυτής, μια μάρκα παγωτού ή τσιγάρων και τι συμβολίζουν αυτά ακόμα και μια νέα λέξη που έχει πλάσει ένας διάσημος συγγραφέας ή ένα πολιτικό πρόσωπο της χώρας.
Πώς είναι δυνατόν όμως να συγκεντρώσει ένα πρόσωπο έναν τόσο μεγάλο όγκο γνώσης; Κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό είναι να είναι κανείς πάντα σε εγρήγορση, να μην θεωρεί τίποτα δεδομένο αλλά να αμφιβητεί, να διχάζεται, να μελετά, να ερευνά. Και έτσι, με τις κεραίες της εποχής του ανοιχτές θα μπορεί να αφουγκράζεται και τους πιο αδιόρατους συμβολισμούς της γλώσσας και της λογοτεχνίας από την οποία μεταφράζει / επιμελείται και έπειτα να επιλέγει ποιους και πώς θα μεταφέρει στη γλώσσα-στόχο.
Όπως ακριβώς το είχε θέσει ο σπουδαίος Τίτος Πατρίκιος, σε ένα παλιότερο μεταφραστικό συνέδριο “Διαβάζω bonjour και ανοίγω το λεξικό”!