Σονέτα, παρνασσισμός, ρομαντισμός, τα πρώτα ίχνη του συμβολισμού, διαγωνισμοί, αυτοκτονίες, ματαιότητα και ίντριγκες… η λογοτεχνία της γενιάς του 1880 είναι γεμάτη από ενδιαφέρουσες ιστορίες και ακόμα πιο ενδιαφέροντα έργα, ποίηση και πεζογραφία.

Μερικά δείγματα από αγαπημένους και ίσως παρεξηγημένους ποιητές που όμως έγραψαν μέσα στο πνεύμα της εποχής τους: κι ας μην ήταν η καημένη τόσο  μοντέρνα, όμως το έργο τους μας αγγίζει ακόμα…

Νίκος Καμπάς, Το ακρογιάλι

[….]

Είναι η μοίρα του: ζωή μια μέρα να του δίνει

η θάλασσα και αύριο νεκρό να το αφήνει.

Γιατί διακρύζω; Αχ, γιατί σε μοιάζω, ακρογιάλι

τη μια μέρα μ’αγαπούν και με ξεχνούν την άλλη.

romantic beach

Ιω. Πολέμης, Το παλιό Βιολί

Άκουσε τ’ απόκοσμο, το παλιό βιολί

μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη

στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί

με τ’ αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη

 

Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη

ένα ποίημα για την πίκρα του θανάτου 

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.

Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.

Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.

Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.

wanderer above the sea of mist

Κων/νος Χατζόπουλος, από τα “Ελεγεία και τα Ειδύλλια”

Δε γυρεύω ξένο, δε ρωτώ κρυφό,
δε γυρεύω χάρη·
κάτι μου έχουν πάρει, μέσ’ απ’ την ψυχή
κάτι μου έχουν πάρει.

Λάμπρος Πορφυρας, Το Θέατρο

Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ. Μα ο δρόμος, χθες το βράδυ,
μες στη σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει.
Μόλις φαινόταν η σκηνή στ’ ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιές φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.

Τα σπίτια πέρα κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι έβγαιναν κι έπαιζαν τ’ αλλόκοτο τους δράμα,
κι άκουγες βόγκους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.

Εγώ δεν ξέρω. Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία.
Κι έβγαινε, Θε μου! κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν,
έβγαινε, Θε μου, κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.

Αυτό που με μαγεύει σ’ αυτά τα ποιήματα δεν είναι τόσο το νόημά τους όσο η μουσικότητα των στίχων τους. Αντηχούν στο αυτί τόσο μελωδικοί και όμορφοι. Ακόμα και οι διαταραχές του μέτρου είναι εσκεμμένες και δημιουργούν ένταση και συναίσθημα…

Πριν ακόμα ο μοντερνισμός επιβάλει την αποδόμηση της στιχουργικής, οι ποιητές αυτοί ήταν πρωτίστως τεχνίτες του στίχου και νομίζω ότι αυτό θα επιβιώσει όσο και αν ξεπεραστούν οι ρομαντικοί έρωτες, οι ασθενικές κόρες και τα αρκαδικά τοπία. 

romantic paintings