…του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου που έζησε πένης και πλάνης, και έτσι πέθανε, μόνος, σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, όπου τον βρήκαν μέρες μετά το θάνατό του… Οι εφημερίδες δεν έγραψαν αφιερώματα και κριτικές, μια μικρή αναφορά μόνο γράφτηκε σε κάποια από τις τελευταίες σελίδες με ένα ποίημά του χαρακτηριστικό:
Είναι κάποια ποιήματα που θυμίζουν, ανασαίνουν, ευωδιάζουν καλοκαίρι. Με τη νοσταλγία τους, τη μελαγχολία τους, την ατμόσφαιρά τους. Θυμίζουν παιδικά καλοκαίρια, τον ήχο από τα τζιτζίκια, το εξώφυλλο του Θησαυρού της Βαγίας, φωτιές στην παραλία, γιασεμί. Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου; Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς…
Γιατί τι θα ήταν τα βιβλία χωρίς φράσεις που σου μένουν στο μυαλό και σε κάνουν να σκέφτεσαι πράγματα που δεν είχες σκεφτεί, να βλέπεις από οπτικές γωνίες που δεν είχες φανταστεί, να απορείς, να νιώθεις δέος, πίκρα, χαρά, να χαμογελάς και να ονειρεύεσαι; Μερικές από τις αγαπημένες μου που σταχυολόγησα ένα βράδυ χαζεύοντας, το…
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.